Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Γιάννη Ρίτσου «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Γιάννη Ρίτσου «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Είχαμε μια γλάστρα και μια δύση σ’ ένα παράθυρο

κ’ είχαμε την ίδια θλίψη κάθε παραμονή Χριστουγέννων

μια θλίψη σα μια μαύρη ομπρέλα στο διάδρομο

πάνου απ’ την ξύλινη σκάλα. Η μυρωδιά του ανθόνερου

κ’ η μυρωδιά κοπανισμένης ζάχαρης και μοσκοκάρυδου.

Κάπου ετοιμάζουνε γλυκά για την Πρωτοχρονιά…

 

 

Η περίφημη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής, με υπότιτλο Μακρινή εποχή της εφηβείας, γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1942 και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη της μητέρας του, Ελευθερίας Ρίτσου…


Μαζεύτηκαν τα σύγνεφα στη δύση. Δεν είναι κόκκινα μήτε χρυσά.

Ένα χρώμα θαμπό μελιτζανί. Κ’ οι φωνές των παιδιών

πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες

μέσα σε κάμαρες κλεισμένες όταν λείπει η μητέρα σε βεγγέρα

με κείνο το μωβ φόρεμα και τα μωβ μάτια

δυό μακρινά λιμάνια δίχως καΐκια. Συγνέφιασε πολύ.

Μην αργήσεις, μητέρα, θα βρέξει. Κ’ οι φωνές θα μείνουν μονάχες

σαν τ’ άδεια ποτήρια του νερού στο βραδινό τραπέζι,

τα ψίχουλα και τ’ άπλυτα πιάτα. Δε μπορώ. Κουράστηκα…

Η συλλογή αυτή εμπεριέχεται στον Α΄ Τόμο των Ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου (Γιάννης Ρίτσος. Ποιήματα. 1930 – 1942. Δέκατη έβδομη έκδοση. Εκδόσεις Κέδρος, σσ. 293 – 306), ο δε τίτλος της σχετίζεται με τη μουσική, όπως άλλωστε και οι τίτλοι των περισσοτέρων έργων του Ρίτσου αυτής της περιόδου [Επιτάφιος (Θρήνος), Το τραγούδι της αδελφής μου, Εαρινή συμφωνία, Το εμβατήριο του ωκεανού].

Μέσα απ’ όλο το έργο, αναδύεται ένα άρωμα βαθιάς νοσταλγίας κι απέραντης τρυφερότητας, καθώς ο ποιητής αναπολεί τον παλιό – καλό καιρό, τις όμορφες κι αλησμόνητες μέρες της εφηβείας του, το πατρικό του σπίτι, το αγαπημένο του σχολείο, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Επίκεντρο της αναπόλησης δεν είναι η μόνον η μητέρα, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, αλλά και ο παππούς…

Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.

Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία

άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…

Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)

θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες

το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…

Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:

«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –

να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»

 

Όμως, ο παππούς αυτός της Παλιάς μαζούρκας σε ρυθμό βροχής είναι απομυθοποιημένος και εντελώς διαφορετικός από τον παππού που συναντάμε στο ποίημα Ο λύχνος των φτωχών και των ταπεινών, που είχε γραφεί το 1935, δηλαδή εφτά χρόνια πριν… (παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα):

…Είσαι ο καλός παππούς

που κάθεται ήσυχα στο σκαμνί του κήπου

ευλογημένος απ’ τον ήλιο

κουβεντιάζοντας με τη λιακάδα.

Μα τα παιδιά που δεν ξέρουν

τα παιδιά που δε νιώθουν τα λόγια σου

κλέβουν τα λουλούδια του περβολιού σου

και σου δείχνουν τη γλώσσα τους

πίσω απ’ τους θάμνους.

Κ’ εσύ χαμογελάς

τους πλέκεις μικρά καλάθια

τ’ ανεβάζεις τρυφερά στα γόνατά σου

και τ’ αφήνεις να περνούν στα γένεια σου

παπαρούνες και πράσινα φύλλα.

Γίνεσαι πάλι ένα παιδί με τα παιδιά

για να τους μάθεις παίζοντας κ’ εσύ

το παλιό παραμύθι του νερού και του ήλιου.

Κι όπως κάθεσαι στο σκαμνί του κήπου

μέσα στην ανοιξιάτικη λιακάδα

και τα παιδάκια κάθουνται και παίζουν

στα πλατιά γόνατά σου

μοιάζεις με γέρικο χοντρόκλωνο δέντρο

γιομάτο λουλούδια και περιστέρια

που ανηφορίζει στον ουρανό.

Κ’ Εκείνος που κάθεται

πίσω από τ’ άσπρο συγνεφάκι

χαμογελάει κι Εκείνος σαν παιδί

καθώς βλέπει το δώρο που του φέρνεις.

Είσαστε κ’ οι δυό σας

ένα παιδί μονάχα

ένα παιδί στον ανθισμένο αγρό της άνοιξης…

 

Όπως αποδεικνύεται, εφτά χρόνια στάθηκαν αρκετά για να διαφοροποιηθεί ριζικά η γνώμη του Ρίτσου για τη θέση που κατέχει ο παππούς του, στην προσωπική του μυθολογία και στην ίδια του την ψυχή… Στο ποίημα του 1935, ο παππούς αποτελούσε το σύμβολο της βαθυστόχαστης σκέψης, του αρμονικού βίου και του χριστιανικού τέλους, του «ανώδυνου, ανεπαίσχυντου και ειρηνικού»· ήταν εξομοιωμένος με Εκείνον, δηλαδή με τον ίδιο τον Θεό (Είσουνα πάντα όμοιος μ’ Εκείνον / κ’ έγινες όμοιός Του). Ενώ στο ποίημα του 1942, ο γέροντας γίνεται αντικείμενο χλευασμού για την μικρόνοια και την ατολμία του…

Α, τίποτα δεν καταλάβαινε ο παππούς

απ’ τους μικρούς σπουδαστές με τα μεγάλα μάτια…

Τίποτα δεν πιστεύαμε και μεις απ’ όσα διάβαζε ο παππούς…

Μονόχρωμη φωνή δίχως τον ήλιο μας.

Καημένε παππού. Σα να διάβαζε κατάλογο λαϊκού εστιατορίου

με φτηνά φαγητά…

 

Οι αναφορές του ποιητή στη μητέρα του ευωδιάζουν το άρωμα μιας άφατης τρυφερότητας…

…Γύρισε η μητέρα.

Ω, να, σκουπίζει τώρα τα παπούτσια της στο διάδρομο

κι ο ήχος της ομπρέλας της που κλείνει. Πέρασε η βροχή.

Μοσκοβολάει όλο το σπίτι μουσκεμένη ρίγανη και ζεσταμένες

κουβέρτες.

Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα

όπως η μητέρα μας σαπούνιζε τα χέρια μας σαν είμαστε μικρά

παιδιά –

τα φύλλα θα γυαλίζουν σαν τα μάτια των παιδιών. Πιότερο ακόμη.

Τα φύλλα πράσινα. Κ’ η θάλασσα γαλάζια. Μεγάλος που ’ναι ο

κόσμος…

 

Πάνω στη βέρα της μητέρας νύσταξε το φως.

Σηκώνουν τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.

Λίγα ψίχουλα σκόρπια. Οι πετσέτες σωριασμένες

σαν άσπρα πουλιά με σπασμένες φτερούγες.

Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.

Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή

που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας

μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι. Η μητέρα

που βγάζει τις φουρκέτες της αργά σα να βγάζει

τις πρόκες απ’ τους τοίχους σε μια κάμαρα που ξενοικιάστηκε

και μένει μόνη αμήχανη στο σκοτεινό ελευθερωμένο αέρα της.

 

Στην Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής, εκτός από την μητέρα και τον παππού, ο ποιητής αναφέρεται και σε κάποια άλλα πρόσωπα του οικείου του χώρου, όπως είναι κάποια θεία, ένα γκαρσόνι της γειτονιάς κι ο θυρωρός της διπλανής πολυκατοικίας…

Καλή βραδιά (καλώς τηνε) σαν τη θεία που μας έφερνε καρα-

μέλες κανέλας και μέντας…

 

…Κι ούτε ήξερε πως τούτο το γκαρσόνι

είτανε μέλος – κι απ’ τα πιο σπουδαία μάλιστα – ενός αθλητικού

ομίλου

και πως κάθε που ’χε ρεπό κατέβαινε στο Φάληρο

και το χειμώνα ακόμη κολυμπούσε με πέντε νέους της γειτονιάς

εκεί στις έρημες καμπίνες που ο άνεμος μπαινόβγαινε…

 

Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί.

Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας

θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο

και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ τη τζα-

μένια πόρτα

σαν άγαλμα της πλήξης μαυρισμένο απ’ την πολυκαιρία…

 

Με γλυκύτατη νοσταλγία ο Ρίτσος αναπολεί, επίσης, το σχολείο, τα μαθήματα και τους συμμαθητές του…

Δεν κράτησα ποτές μου περιλήψεις. Το μάθημα των λατινικών.

Πώς νύσταζα Θέ μου. Έβαζα το χέρι μπρος στο στόμα

και χασμουριόμουνα κρυφά. Άκουγα τις μύγες

και κάτου απ’ το θρανίο είχα κρυμμένο

ένα βιβλίο με στίχους κ’ ένα τριαντάφυλλο.

 

Ο πλαϊνός συμμαθητής μου είταν όμορφος.

Όμορφος. Το προφίλ του μελαψό στον άσπρο τοίχο

ένα προφίλ ηλιοκαμένου δισκοβόλου.

Μια μικρή μπούκλα γλύστραγε στο μέτωπό του…

 

Στη συλλογή αυτή, εμπεριέχεται και το ερωτικό στοιχείο, εκφρασμένο – όπως πάντα – με την ίδια, αξιοθαύμαστη ποιητική δεξιοτεχνία του Ρίτσου…

Μια φυσαρμόνικα στο δρόμο. Ένα τακούνι βιαστικό

στο πλυμένο πεζοδρόμιο. Θα ’ναι χαρούμενο τούτο το κορίτσι

θα ’χει ένα γαλανό σημάδι στο λαιμό κάτου απ’ τ’ αυτί. Ένα φιλί.

Και βιάζεται. Να μείνει μόνη μες στην κάμαρά της

να ονειρευτεί το στόμα του. Ένα σύγνεφο γαλάζιο

με ρόδινη ούγια ή ασημένια. Πού να ξέρει κανένας.

 

Σε όλο το έργο, υπάρχει διάχυτο το φυσιολατρικό στοιχείο. Οι υπέροχες εικόνες της φύσης, καθώς επίσης τα λουλούδια και τα πουλιά, «αγκαλιάζουν» αρμονικά τα πρόσωπα και τις ιδέες, και συντελούν – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – στην άψογη από κάθε άποψη «παρουσία» κι αυτού του έργου του μεγάλου μας ποιητή…

…κοιτάξαμε τις αγριόπαπιες. Ο ήλιος έκαιγε. Έλαμπε η θάλασσα.

Τσούζαν τα μάτια απ’ τη μεγάλη λάμψη. Μα να ’ταν αγριόπαπιες;

Ύστερα κάτου απ’ τα πεύκα. Μεσημέρι. Και ξαπλώσαμε όλοι

στις πευκοβελόνες…

 

Κι ωστόσο απ’ όσα διάβασε ο παππούς θυμόμαστε τις μέλισσες

θυμόμαστε τα χελιδόνια που περνάν ξυστά στη θάλασσα ή στη

χλόη

και πιο πολύ τους κύκνους που τραβάνε κατά τη μεριά όπου φυ-

σάει ο άνεμος…

 

Καλή βροχή. Θ’ ανοίξει πέρα στους αγρούς μικρές λακκούβες

ίσαμε μια παλάμη για να σπείρει αγριοβιολέτες και κυκλάμινα

θα γεμίσει τις γούρνες του δάσους για να πιουν τα ελάφια

θα κρεμάσει στους βράχους μικρούς καθρέφτες μακρουλούς

να κοιταχτούν οι γλάροι και να δέσουν τις γραβάτες τους.

Ύστερα ο ουρανός θα ροδίζει χαμηλά κατά τους λόφους με τα

λιόδεντρα…

 

…μήτε τριαντάφυλλα πια μήτε και φρέσκα μύγδαλα μήτε κ’ η

μαρμαρένια κρήνη

όπου λούζονται τα σπουργίτια βάζοντας μέσα στο τραγούδι τους

μια σταγόνα νερό πριν από κάθε δύο νότες – τρία τέταρτα.

 

Χιλιάδες αποσιωπητικά τ’ αστέρια. Φίλησέ με…

 

Υγρή μεγάλη αστροφεγγιά. Γυάλινος θόλος.

Απ’ το παράθυρο – κορνίζα σκοτεινή – πέρα στο βάθος

χρυσές οι στέγες όλες κ’ η σιωπή κατάχρυση…

 

Τα μοτίβα της μουσικής και της βροχής, που συναποτελούν μέρος του τίτλου (Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής), είναι διάσπαρτα σε ολόκληρη τη σύνθεση…

- Το πιάνο το γειτονικό. Παλιά μαζούρκα θαμπή σκονισμένη.

- Προχτές τα ίδια μας έλεγε η ρομβία. Το ίδιο / τραγούδι τραγουδάνε τα παιδιά κάθε απόγευμα.

- Το πιάνο κι η μαζούρκα.

- Κ’ οι φωνές των παιδιών / πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες…

- μια και ξεχνάει να πει για το γκαρσόνι πως όταν πρόκειται να / βρέξει…

- Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο

- κάποια μουσκεμένη ομπρέλα θα κλείνει ανήσυχα στην είσοδο

- Βρεγμένα τα κουτιά με τα δώρα. / Θα βρέχουνται κι οι προτομές κάτου απ’ τα δέντρα του δημόσιου κήπου.

- Παππού, τί κάνει ο ήλιος άμα βρέχει; - Παππού, δεν ξέρεις κείνο το τραγούδι;

- Πέρασε η βροχή. - Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα

- Καλή βροχή- Το λούκι στάζει ακόμη στην ταράτσα

- ένα ρολόϊ παρατημένο στο ύπαιθρο – το ρολόϊ της γιαγιάς / με την παλιά μαζούρκα του.

- μια σταγόνα νερό πριν από κάθε δύο νότες…

- Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.

Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή

που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας

μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι

- Μια φυσαρμόνικα στο δρόμο

- Κι ο ήχος απ’ το βήμα της – / μακρινή μουσική σε τρία τέταρτα – πώς μπόρεσε να φύγει;

Προς το τέλος του έργου, «ο ποιητής, για πολλοστή φορά, στρέφεται στον δημιουργικό προορισμό του, σα να ξέρει, μόνος εκείνος, το δρόμο της ατομικής λύτρωσης. Κόβει τα δεσμά που εμποδίζουν την πτήση του και παραδίδεται στη μεταρσίωση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 125).

Χιλιάδες στόματα γλυκά τ’ αστέρια. Η μέθη τούτη. Σου ’ρχεται

να κλάψεις.

Μονάχος κ’ η χαρά σου. Ούτε ο παππούς. Ούτε η μητέρα.

 

Οι τελευταίοι στίχοι της Παλιάς μαζούρκας σε ρυθμό βροχής είναι συναρπαστικοί, όπως άλλωστε είναι και οι στίχοι όλων των έργων του Γιάννη Ρίτσου, για τον οποίο ο Ποιητικός Λόγος δεν αποτελούσε φυγή, διέξοδο ή καταφύγιο, αλλά στόχο, στράτευση και προορισμό μιας ολόκληρης ζωής…

Αύριο θα κατέβουμε στην πολιτεία. Θα κοιτάξουμε τις πόρτες

πολύ προσεχτικά – γιατί οι πόρτες είναι τα μεγάλα εικονίσματα

του δρόμου

σταχτιές οι πόρτες λιγάκι ξεβαμμένες – οι εικόνες της φτώχειας

της καλοσύνης ή της λύπης, του θυμού ή του φόβου. Μάθαμε πια

να διαβάζουμε

και να γράφουμε ακόμη με λιγότερα αποσιωπητικά ή και καθόλου.

Μην πεις – είναι κάτι κι αυτό. Όχι άλλη αναβολή. Λοιπόν αύριο.

 

* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Τάσος Λειβαδίτης: ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία

31 Οκτωβρίου 2023, 21:46
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου πέθανε ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία   Ο ήλιος ...

Η γυναίκα ως πηγή έμπνευσης των Ελλήνων ποιητών - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

08 Μαρτίου 2023, 13:19
(από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)     «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα ...

Γιάννη Ρίτσου, "Γράμματα από το Μέτωπο"

28 Οκτωβρίου 2022, 19:13
1. Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοικι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:οἱ αὐγὲς ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

    image

    Ποιος θυμάται την Ασπασία;

    «Σκοτώνω την κόρη μας για να μη γίνει σαν και εσένα. Κανονικά θα έπρεπε να σκοτώσω εσένα, αλλά επειδή θα ζήσεις, όσο ζήσεις, με το βάρος του θανάτου της, θα είναι καλύτερα». Φωτoγραφίες: Σπυριδούλα Φατούρου/facebookΜε αποδέκτη την εν διαστάσει σύζυγό του, Σπυριδούλα Φατούρου, άφησε αυτό το σημείωμα που ξεχειλίζει χολή και κακία ο 47χρονος πατέρας της Ασπασίας πριν αυτοκτονήσει, αφού είχε ...
    Διαβάστε το άρθρο
Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0